Περιγραφή
Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη
ΤΟ ΦΩΣ ονειρεύεται στη Πόλη του Πήγασου.
Ονειρεύομαι κι’ εγώ ευτυχισμένη να τη δω,
και στου μέλλοντος χρόνου, την υπαρκτή τη ζωή της.
Γεννήθηκε πανέμορφη, ως κι’ η αυγή μαγεύτηκε
από τα ερωτομουρμουρίσματα του Κορινθιακού
και της χαράς τραγούδισμα του γαλανού του Φλοίσβου,,
που την κρατάει αγκαλιά, τηνε φιλάει τρυφερά,
ξέροντας πως θα είναι παντοτινά δική του, αυτή
η αγαπημένη Κόρη, της Γης της ωραιότητος,
που, λαμπερή ομορφιά της φιλάρεσκα αντιφέγγει,
μέσα στον πολύτιμο υδάτινο καθρέφτη, κι’ ας έφερε
ό χρόνος της, μαζί με τις χαρές, καταστροφές και λύπες.
Ό Πήγασος, που μ’ ανοιχτά φτερά θωρεί τον Ακροκόρινθο,
πάντα θα της θυμίζει, τους χρόνους τους αλλοτινούς
τους μυθικούς, τους δοξασμένους, τους ιστορημένους!
Σαν τον θωρώ, θαρρώ, πως βλέπω τις φτερούγες του
έτοιμες να πετάξουν, μεσ’ στη θαλασσοφίλητη ευρύχωρη
πλατεία της, τα χνάρια να χαράξουν, της, φίλτατης Πατρίδας
ευτυχισμένο πηγαιμό, πάνω στη γη του χρόνου!
Κι’ εγώ, κάτω απ΄ τον ήλιο της, με το ρούχο της αγάπης
μονάχα, για τη δική της ευτυχία εύχομαι και προσεύχομαι!
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ ΜΟΥ Γή των προγόνων μου, και δική μου γενέθλια Πόλη Με πονάει, που η φυσική ομορφιά σου χαμήλωσε, έχασε τη λαμπράδα της, τους τελευταίους χρόνους, σαν ύψωσαν πάνω σου, δίχως περίσκεψη, τσιμεντένιους άμορφους όγκους, στέγες αντί να ευρύνουν τα σύνορά σου. Ρωτάω, γιατί Ρωτάω, ξαναρωτάω, και δεν απαντάει κανείς. Ίσως γιατί, δεν υπάρχει απάντηση για την ύβρη. Το λέει ο Σοφός προγονός μας Ηράκλειτος “Δεν παίζουμε με τους Θεούς, οι θνητοι”. Ζηλεύουν κι’ οί Θεοι. Σέ ζήλεψαν οι Μοίρες που ορίζουνε τη τύχη των θνητών, και κάναν τον Εγκέλαδο, εχθρός σου. Σε έριξε καταγής, πολλές φορές στον πηγαιμό σου, και σύ ξαναγεννιέσαι, απ΄ τα ερείπια, μα αυτός, πάντα θα καιροφυλακτεί, το ξέρεις, μά δυστυχώς υψώθηκες, πέρα απ’ τη δύναμη, που δίνουν οι Θεοί. Υπάκουσες, στις διαταγές, του κέρδους και της απληστίας ως ασεβής, παρά τη θέλησή σου, αψήφησες τη δύναμη της Φύσης, δεν διδάχθηκες, απ’ του Βελερεφόντη το φοβερό το πάθημα….. Παρακαλώ τις Μοίρες, και σ’ όλους τους γνωστούς και άγνωστους Θεούς, να σκύψουν, να σε δούν, και να σε συγχωρήσουν, έτσι που άλλοι αποφάσισαν.
ΕΓΩ είμαι εδώ και σ άγαπώ. Θα σ’ αγαπώ, όσο χτυπάει η καρδιά μου. σού το οφείλω άλλωστε! Με γέννησες, μ’ άνάστησες, πέρασα εδώ τα αξέχαστα τα παιδικά μου χρόνια, τα εφηβικά, τότες που γνώρισα τον έρωτα, έκανα οικογένεια, έζησα, κατά καιρούς κοντά σου, έτσι που ξαναγύριζα στην αγκαλιά σου, πάλι και πάλι, όταν η ανάγκη μέ παιρνε μακριά σου. Είναι φορές που ο σιγανός ο ήχος της φωνής σου, έρχεται με τη πνοή του ανέμου, και με συντροφεύει. Μού λέει λόγια τρυφερά, παρήγορα, με γαληνεύει, φέρνοντας πίσω την ηχώ φωνών αγαπημένων, που δεν υπάρχουν πιά.
-ΣΕ ΑΓΑΠΩ, κι’ ας σ’ άλλαξε, η απληστία, του κέρδους, και το χαλύβδινο σκοτάδι του “ΕΓΏ” που κατά καιρούς σε διαφεναύουν, που πάντα το ωραίο καταστρέφουν. Όπως δίχως αιδώ, την όμορφη μορφή σου καταστρέψανε. Τα αξέχαστα τα σπίτια σου, χτισμένα με γερά υλικά, με σεβασμό υψωμένα, για να μη προκαλούνε τον Εγκέλαδο, με τις αυλές, τις μοσχοβολημένες, τα, γιασεμιά, τις τριανταφυλλιές, βασιλικά, και ταπεινά γεράνια. Τούς δρόμους τους πλατύστερνους, με τις γαζίες, τις μουριές, τα λιόδεντρα, τα απαλά τα δέντρα, τα καλά, τις πασχαλιές, που τα ξερίζωσαν και φυτέψαν, τα αφρικάνικα τα δέντρα τα αφιλόξενα, που δεν φωλιά ζούνε πουλιά, την όμορφη πλατεία σου, ένα ολάνθιστο φιλόξενο τοπίο, μεσ΄ στη καρδιά σου, που τρέχαμε, στην αγκαλιά σου, τις ώρες, της γιορτής της σχόλης μεγάλοι και μικροί. Τό περιβόλι του γήινου ουρανού σου, μονάκριβο στολίδι, πού στέκεται, γυμνό, και παραμελημένο, τα τελευταία χρόνια, προσμένοντας με υπομονή μια εντολή ωραία! Είμαι εδώ σε αγαπώ, και σε υμνώ γενέθλια γη μου. Καί δεν σου κρύβω πως και σε καμαρώνω, έτσι που με περίσσια χάρη περπατάς, ανάμεσα, στου Λόγου, και της Τέχνης, τα ηλιόχαρα πελάγη!
“Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ. 2017”
Σχόλια
Δεν υπάρχει κανένα σχόλιο ακόμη.