Περιγραφή
Γ ε ν ι κ ά Σ τ ο ι χ ε ί α
Η γεωμορφολογική εικόνα της περιοχής που καλύπτει η χθαμαλή (παραλιακή) πεδιάδα ή πεδιάδα της Βόχας χαρακτηρίζεται από την παρουσία τριών ποταμών, οι οποίοι έχουν ένα καλά ανεπτυγμένο υδρογραφικό δίκτυο που αποτελείται ή συμπληρώνεται από αρκετούς άλλους μικρότερους χειμάρρους ή παραποτάμους. Τα ποτάμια αυτά είναι: το Αγιωργίτικο ποτάμι ή Ασωπός, ο Λογγοπόταμος ή Ράχιανης και το ποτάμι της Νεμέας ή Κουτσομαδιώτικο ή χείμαρρος Ζαπάντι (Ζαπάντης).
Το ποτάμι της Νεμέας ή χείμαρρος Ζαπάντι (Ζαπάντης) πηγάζει από το βόρειο κράσπεδο της πεδιάδας της αρχαίας Νεμέας και ειδικότερα από το χωριό Ηράκλειο που βρίσκεται δίπλα από την αρχαία Νεμέα. Εκβάλλει στον Κορινθιακό κόλπο, στη δημοτική κοινότητα Βραχατίου του δήμου Βέλου – Βόχας. Η υδρολογική του λεκάνη, η οποία έχει έκταση 68.73 Km 2 , είναι μια σχετικά νέα, μικρή υδρογραφική λεκάνη που συνεχίζει να εξελίσσεται με τη πάροδο του χρόνου. Η κοιλάδα του αρχίζει 3 χλμ νότια του Βραχατίου και τελειώνει λίγο πρίν την αρχαία Νεμέα. Το μήκος της είναι περίπου 25 χλμ και το πλάτος της κυμαίνεται μεταξύ 100 και 200 μέτρων.
Κάποτε ο χείμαρρος Ζαπάντι έφερνε νερό. Σήμερα όμως είναι ξεροπόταμος, κατεβάζοντας περιστασιακά νερό ανάλογα με τις βροχοπτώσεις ή το λιώσιμο των χιονιών στα ορεινά. Διατηρεί νερό όλο το χρόνο μόνο στα υψηλότερα τμήματά του. Η κοιλάδα του είναι κατάφυτη από αμπέλια με την περίφημη Κορινθιακή Σουλτανίνα, αλλά και με διάφορες ποικιλίες εσπεριδοειδών και ελαιώνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί είναι οι κάτοικοι από διαφορετικές περιοχές, οι οποίοι ανέφεραν ότι παλαιότερα όταν ο χείμαρρος είχε σταθερή ποσότητα νερού υπήρχαν και ψάρια, τα οποία εξαφανίσθηκαν κατά τη μεγάλη ξηρασία πρός τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε πολλές περιοχές είχε ξεκινήσει ένα έντονο φαινόμενο υδρολογικής ξηρασίας, το οποίο κράτησε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Να αναφερθεί ωστόσο ότι κατά το παρελθόν έγιναν σχετικές δειγματοληψίες σε σημεία ανάμεσα στο χωριό Σουληνάρι και τις πηγές του χειμάρρου Ζαπάντι, αλλά δε διαπιστώθηκε η παρουσία ψαριών.
Ε λ λ η ν ι κ ή Μ υ θ ο λ ο γ ί α
Στην αρχαία ελληνική γραμματεία οι έννοιες «λόγος» και «μύθος» ταυτίζονται. Μύθος είναι ο λόγος για την απώτατη προϊστορία και περιέχει ένα πλήθος συμβολισμών. Από τα αρχαία χρόνια φαίνεται πώς το νερό ήταν όχι μονάχα ένα πολύτιμο κοινωνικό αγαθό, αλλά και η βασική προϋπόθεση για την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή. Οι Έλληνες των αρχαίων χρόνων, οι βιολογικοί μας πρόγονοι, είχαν εντυπωσιαστεί με το νερό που ανέβλυζε μέσα από τη γη. Αυτή η μυστηριώδη ενέργεια της φύσης ξύπνησε μέσα τους το αίσθημα του θείου. Στις όχθες του ποταμού η φύση ανανεώνονταν αδιάκοπα, ενώ τα ζώα και οι άνθρωποι ποτίζονταν απο τα νερά του. Ο ποταμός ωστόσο έχοντας μια ζωή αναλλοίωτη, κυλούσε αδιάκοπα, χωρίς η πηγή του να εξαντλείται. Γι’ αυτό και οι Έλληνες των αρχαίων χρόνων είπαν πώς είναι Θείος δηλαδή Θεός και του αφιέρωναν ιερά και βωμούς.
Κατά τις αντιλήψεις των Ελλήνων στους αρχαίους χρόνους, οι ποταμοί είναι οι γιοί του Ωκεανού που περιέβαλε κυκλικά τη γη ή οι γιοί του Διός δηλαδή των νερών που πέφτουν από τον ουρανό,και αντιμετωπίζονταν ως θεότητες. Καθώς οι ποταμοί αυτοί γονιμοποιούσαν το έδαφος, ο άνθρωπος τους όφειλε κατά κάποιο τρόπο τους καρπούς της γης που τον διατηρούσαν στη ζωή. Ανάμεσα στους ποταμούς που θεοποιήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, πρέπει να αναφέρουμε τον Ασωπό, αλλά και τον ποταμό της Νεμέας ή για εμάς τους βοχαϊτες τον χείμαρρο Ζαπάντι. Η Νεμέα ήταν Νύμφη, κόρη του ποταμού Ασωπού, δηλαδή κόρη θεού. Οι νύμφες δεν είχαν ιερά, αλλά λατρεύονταν παντού σε απλούς βωμούς, μέσα σε βράχους ή σε σπηλιές, τα λεγόμενα Νυμφαία. Οι θυσίες προσφέρονταν σε αυτές κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπήλαια, ενώ βωμοί δεν ανεγείρονταν πρός τιμή τους μέσα σε ιερά άλλων θεοτήτων.
Φαίνεται πώς η λατρεία του νερού παρουσιάζει μια εντυπωσιακή συνέχεια, αφού καταγράφεται ένας μεγάλος αριθμός από λατρείες και τελετουργίες που επικεντρώνονταν σε πηγές, ρυάκια, ποτάμια, πηγάδια κ.α. Νύμφες, θεότητες και τελετουργίες εξαγνισμού είναι σύμφυτες με την ιδιαίτερη θέση που κατείχε και κατέχει διαχρονικά το νερό από αρχαιοτάτων χρόνων στη καθημερινή ζωή των προγόνων μας, αλλά και ευρύτερα. Οι θεοποιημένοι ποταμοί της αρχαιότητας υποδέχονταν τελετές μύησης και συναφή έθιμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κάθαρση με κατάδυση στα ύδατά τους, όπου στο πέρασμα των αιώνων έγινε τελετουργικό βάπτισμα, υποδηλώνοντας έτσι την αναγέννηση του πιστού. Κατά συνέπεια, το νερό δε συνδέθηκε μόνο με την υγιεινή και την περιποίηση του σώματος, αλλά αποτέλεσε βασικό στοιχείο θρησκευτικών τελετουργιών.
Με την εμφάνιση, την ανάπτυξη και την εμπέδωση του Χριστιανισμού οι θρησκευτικές τελετουργίες που σχετίζονταν με το νερό συνεχίστηκαν με άλλη μορφή και περιεχόμενο, όπως Άγια Θεοφάνεια με τον καθαγιασμό των υδάτων, ακολουθία του μικρού αγιασμού, μυστήριο της Βαπτίσεως κ.α. Από την άλλη πλευρά εκκλησίες και μοναστήρια δείχνουν μια συνέχεια της λατρείας του νερού στην Ελλάδα με τις γνωστές ιαματικές του περιπτώσεις, που η Παναγία – Πηγή ή Χρυσοπηγή ή Ζωοδόχος Πηγή έχει την πιό ελπιδοφόρα αρμοδιότητα να το προσφέρει. Τα σημερινά τροπάρια της Ορθοδοξίας ψάλλουν: «Οι ρώσιν ζητούντες προσδάμετε εν τη πηγή. Η γάρ Κόρη Παρθένος ενοικεί τω ύδατι…».
Ο Λέων της Νεμέας
Πρόκειται για τον πρώτο από τους δώδεκα άθλους (= κατορθώματα) του Έλληνα ημίθεου και ήρωα Ηρακλή. Η δρ Σοφία Φαρμάκη στη διατριβή της (βλέπε βιβλιογραφία άρθρου) μας παρέχει μια αλληγορική επεξήγηση – προσέγγιση του άθλου αυτού. Αναφέρει ότι ο μύθος αυτός πιθανόν να αντικατοπτρίζει ένα από τα πολλά εγγειοβελτιωτικά έργα που έγιναν κατά την αρχαιότητα, δηλαδή την προσπάθεια του ημίθεου και ήρωα Ηρακλή να περιορίσει έναν ορμητικό χείμαρρο (= το λιοντάρι) που κατέστρεφε τις καλλιέργειες. Την ερμηνεία αυτή του μύθου ενισχύει και η ελληνική μυθολογία, κατά την οποία η θεά Άτις ,ως θεά της καταστροφής, προκαλούσε θεομηνίες, φέρνοντας τα βρόχινα λασπόνερα μέσω των χειμάρρων και πλημμυρίζοντας έτσι την πεδιάδα της περιοχής, προξενώντας ζημιές στις καλλιέργειες, τα ζώα και τους κατοίκους.
Συνεχίζοντας η κα Φαρμάκη το συλλογισμό της υποστηρίζει ότι αυτό ίσως δείχνει την προσπάθεια του Ηρακλή να αποξηράνει ένα έλος (= βάλτος) που μάστιζε την περιοχή. Μια περιοχή, ειδικά την πεδιάδα της Βόχας, που μέχρι τα νεότερα χρόνια είχε αρκετά έλη – βάλτους κοντά στον αιγιαλό (και όχι μόνο). Αυτό άλλωστε το ενισχύει και η ίδια η γεωμορφολογία της αρχαίας Νεμέας, η οποία βρισκόταν στους πρόποδες των Αρκαδικών βουνών. Καταλλήγοντας η κα Φαρμάκη αναφέρει ότι η κοιλάδα αυτή δεν αποστραγγιζόταν καλά, με αποτέλεσμα να κατακλύζεται από νερά και να μετατρέπεται, για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, σε βαλτώδη τόπο και έλος. Ακόμα και οι πρώτες απεικονίσεις των νεότερων χρόνων δείχνουν μια βαλτώδη κοιλάδα, η οποία κατοικούνταν μονάχα από τους βοσκούς και τα κοπάδια τους.
Α ρ χ α ί ο ι Χ ρ ό ν ο ι
Σύμφωνα με τον Έλληνα περιηγητή και γεωγράφο Παυσανία που έζησε τον 2ο αιώνα μ. Χ., ο ποταμός Νεμέα ή για εμάς τους βοχαϊτες ο χείμαρρος Ζαπάντι (Ζαπάντης) αποτελούσε το φυσικό σύνορο ανάμεσα στα δύο από τα μεγαλύτερα βασίλεια της αρχαίας Ελλάδος: τις πόλεις – κράτη της Σικυώνος και της Κορίνθου. Ο χείμαρρος Ζαπάντι (Ζαπάντης) που διέσχιζε και διαχώριζε φυσικά την αρχαία χώρα των Κορινθίων από την χώρα των Σικυωνίων, εκβάλλει σήμερα στο Βραχάτι, ενώ κατά την αρχαιότητα το σημείο της εκβολής του χειμάρρου λεγόταν Κισσαίος κόλπος ή Κρισσαία θάλασσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη δεξιά πλευρά (Δυτικά) του κάμπου της Βόχας, με κατεύθυνση πρός τη Σικυώνα, ξεκινούσε και αναπτυσσόταν το περίφημο «Σικυώνιον πεδίον», το οποίο υπήρξε από τις ευφορότερες πεδιάδες της Ελλάδας των αρχαίων χρόνων.
Η μάχη στο ποταμό Νεμέα (ή χείμαρρος Ζαπάντι) [ 394 π.Χ. ]
Ως γνωστόν, ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431 π.Χ. – 404 π.Χ.) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους και καταστροφικότερους εμφυλίους πολέμους στην Ελλάδα των αρχαίων χρόνων. Ο πόλεμος αυτός έληξε το έτος 404 π.Χ. με την ολοκληρωτική ήττα και συντριβή των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους αυτών. Συνέπεια του πολέμου αυτού ήταν η ανάδειξη της πόλης – κράτους της Σπάρτης σε ηγεμονεύουσα και κυρίαρχη δύναμη σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Μερικά χρόνια αργότερα, το έτος 395 π.Χ., ξέσπασε ένας ακόμα εμφύλιος πόλεμος, ο Κορινθιακός πόλεμος (395 π.Χ. – 387 π.Χ.), αιτία του οποίου ήταν η επεκτατικότητα της προαναφερθείσας Σπαρτιατικής ηγεμονίας. Ο πόλεμος αυτός έληξε, όταν υπογράφτηκε η Ανταλκίδειος ειρήνη. Βρέθηκαν αντιμέτωπες από τη μια πλευρά η Σπάρτη με συμμάχους της όλες τις πελοποννησιακές πόλεις (Σικυώνα κ.α.) εκτός του Άργους, της Κορίνθου και της Αχαϊας, και από την άλλη πλευρά η Αθήνα με συμμάχους της το Άργος, την Κόρινθο, τη Θήβα και την Περσία. Ο πόλεμος διεξήχθη σε δύο μέτωπα. Στο χερσαίο μέτωπο σε Κόρινθο και Θήβα, και στο θαλάσσιο μέτωπο (Αιγαίο πέλαγος).Η κουρασμένη και εξαντλημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο Κόρινθος αντιστάθηκε στη Σπαρτιατική ηγεμονία και συμμάχησε με τους Αθηναίους, πολεμώντας στο πλευρό τους εναντίον των Σπαρτιατών.
Το έτος 394 π.Χ. έγινε η περίφημη μάχη στο ποταμό της Νεμέας (ή χείμαρρος Ζαπάντι), κατά την οποία η Κόρινθος, η Αθήνα και οι υπόλοιποι σύμμαχοί τους υπέστησαν συντριπτική ήττα από τους Λακεδαιμόνιους και τους συμμάχους αυτών. Η μάχη στον ποταμό Νεμέα (ή χείμαρρος Ζαπάντι) υπήρξε μία απο τις μεγαλύτερες μάχες του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο αντιλακωνικός συνασπισμός είχε ως βάση του την Κόρινθο. Οι Λακεδαιμόνιοι αφού αρχικά περίμεναν την επιστροφή του βασιλιά Αγησίλαου από την εκστρατεία του στην Περσία, αποφάσισαν τελικά να κινηθούν πρός τον ποταμό Νεμέα (ή χείμαρρο Ζαπάντι). Κατευθύνθηκαν πρός την παραλία του Κορινθιακού κόλπου και απο εκεί ακολούθησαν τον παραλιακό δρόμο, φθάνοντας στον ποταμό Νεμέα (ή χείμαρρο Ζαπάντι) και επιχείρησαν την ανάβαση του ποταμού πρός την Νεμέα. Ο Ξενοφών επί τούτου αναφέρει χαρακτηριστικά: “ως δέ κατέβησαν επί θάλατταν, ταύτη προήσαν διά του πεδίου, τέμνοντες και κάοντες την χώραν”. Στη μάχη αυτή στο ποταμό Νεμέα αρχηγός των Λακεδαιμονίων ήταν ο Αριστόδημος ως επικεφαλής 13.500 οπλιτών, από τους οποίους οι απώλειες σε νεκρούς ανήλθαν στον αριθμό των 1.108 οπλιτών. Από τους νεκρούς αυτούς μονάχα 8 ήταν Σπαρτιάτες, ενώ οι υπόλοιποι 1.100 από τις τάξεις των συμμάχων τους. Από την άλλη πλευρά, αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Ισμηνίας ως επικεφαλής 24.800 οπλιτών, από τους οποίους οι απώλειες σε νεκρούς ανήλθαν στους 2.800 οπλίτες. Μετά τη μάχη ο Αριστόδημος έστησε τρόπαιο για την νίκη των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Το τρόπαιο ήταν ένα πρόχειρο μνημείο νίκης των αρχαίων χρόνων που αποτελούνταν από τα όπλα, τις ασπίδες και τα κράνη των ηττημένων. Στηνόταν στο πεδίο της μάχης ή σε κοντινούς ιερούς χώρους και αφιερωνόταν κυρίως στον Δία ή στον Ποσειδώνα.
Π ρ ο έ λ ε υ σ η τ η ς ο ν ο μ α σ ί α ς « Ζ Α Π Α Ν Τ Ι »
Όπως προαναφέρθηκε, την ονομασία του ο χείμαρρος κατά την αρχαιότητα το έλαβε από την μυθολογική Νεμέα, την θυγατέρα του ποταμού Ασωπού. Αυτή είναι και η επικρατέστερη ερμηνεία, η οποία είναι ευρέως αποδεκτή. Ωστόσο υπάρχουν και άλλες εκδοχές σχετικά με την ονομασία του τμήματος του χειμάρρου αυτού που διασχίζει την πεδιάδα της Βόχας και ονομάζεται «Ζαπάντι» (Ζαπάντης).
Η πρώτη εκδοχή είναι ότι η ονομασία «Ζαπάντι» έχει αρβανίτικη προέλευση και φέρεται να έχει χρησιμοποιηθεί ως επώνυμο μισθοφόρων αρβανιτών και μή, οι οποίοι συμμετείχαν στα βενετικά σώματα των stradioti. Ο ιστορικός Κώστας Μπίρης το όνομα «Ζαπάντης» το συγκαταλέγει στα επίθετα αρβανίτικης προελεύσεως έτσι όπως αυτά προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων καπεταναίων και απλών στρατιωτών, τα οποία αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα. Πρόκειται για επίθετα που έχουν επιβιώσει έως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ’ ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή.
Στην περιοχή της Βόχας είχαν εγκατασταθεί χριστιανοί Αρβανίτες. Δεν υπάρχουν όμως συγκεκριμένες αναφορές περί εγκατάστασης ή παρουσίας αρβανιτών με το επώνυμο «Ζαπάντης» στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο που καλύπτει ο χείμαρρος του Ζαπαντίου. Εάν δεχτούμε πάντως τον ισχυρισμό ότι οι Ζαπάντι ήταν αρβανίτες που ζούσαν εκεί και ότι από αυτούς πήρε και την ονομασία του ο ομώνυμος χείμαρρος, τότε θα πρέπει να ήταν αρβανίτες εγκατεστημένοι στην περιοχή ο Ζάστανος (έτσι ονομάζεται ο παραπόταμος του Ζαπάντι) και ο Σαμούτανης. Κάτι τέτοιο όμως δεν επιβεβαιώνεται ούτε από γραπτές πηγές ούτε από αναφορές ούτε από μαρτυρίες αλλά ούτε και από την ίδια την καθομιλουμένη γλώσσα των κατοίκων, η οποία ήταν και είναι η Ελληνική.
Η δεύτερη εκδοχή για την ονομασία «Ζαπάντι» είναι ότι η λέξη δεν είναι ελληνική, αλλά σλαβική. Σε αυτό συνηγορούν οι καθηγητές πανεπιστημίου Γ. Μπαμπινιώτης και Μ. Κορδώσης. Ο Γερμανός Σλαβολόγος Max Vasmer κατέγραψε το Ζαπάντι ως ένα από τα 24 σλαβικά τοπωνύμια της Κορινθίας. Στον ίδιο άξονα κινούμενη, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη ισχυρίζεται ότι η λέξη Ζαπάντ δεν είναι τούρκικη, αλλά ελληνική λέξη σλαβικής προελεύσεως. Ότι δεν είναι τουρκική λέξη μας το επιβεβαιώνει και ο Εβλιά Τσελεμπί, τούρκος περιηγητής που περιηγήθηκε κατά το 1668 στην Πελοπόννησο, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Προχωρώντας δυτικά της Κορίνθου διασχίζουμε με τα άλογά μας…τον ποταμό Τσεριλό που πηγάζει από τα βουνά της Βόχας…».
Το πότε όμως εισέβαλαν οι Σλάβοι για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και την Κορινθία δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί. Αναφέρεται ασαφώς ότι από το 584 – 593 μ.Χ. μέχρι το 802 – 811 μ.Χ. έλαβε χώρα η «μεγάλη σλαβική αποίκηση» της Πελοποννήσου. Οι μοναδικές συγκεκριμένες πληροφορίες είναι όσες δίνονται από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο έργο του «περί Θεμάτων». Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος όμως κατέρριψε μέσα από το έργο του τη θεωρία περί δήθεν εκτεταμένου σλαβικού εποικισμού της Πελοποννήσου.
Πράγματι, ο Κωνσταντίνος Ε΄ (741 – 775 μ.Χ.) αποφάσισε να μεταφέρει ένοπλα τμήματα (τύπου «ακριτών») με σκοπό την άμυνα της χώρας (δημογραφική κρίση μετά την πανώλη και συνεχείς επιθέσεις των Σαρακηνών πειρατών στη Πελοπόννησο). Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνομοι και πολλές φορές εξεγείρονταν κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντοτε υποτάσσονταν χωρίς να εκδιώκονται και παρέμεναν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια περιοχή. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τέτοιου είδους εγκατάσταση στην πεδιάδα της Βόχας και ειδικότερα στο χείμαρρο Ζαπάντι.
Οι βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα αναφέρουν ότι οι Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στην Ηλεία, τη Μεσσηνία και την Λακωνία (Εζερίτες, Μηλίγγοι). Αργότερα, οι Σλάβοι αυτοί εντοπίζονται σε τρία κύρια σημεία της Πελοποννήσου : στον Tαϋγετο, στα Αροάνια ή Χελμό και στον Ερύμανθο στα περίφημα Νεζεροχώρια. Δεν υπάρχουν πληροφορίες ή αναφορές για εγκαταστάσεις Σλάβων στον χείμαρρο Ζαπάντι. Κατά τον ιστορικό Περικλή Ροδάκη, οι Σλάβοι δεν πρέπει να πέρασαν από τον Ισθμό της Κορίνθου, όπου υπήρχε και το ισχυρό τείχος του Εξαμιλίου. Κατέβηκαν από Αιτωλοακαρνανία και πέρασαν από το Αντίρριο – Ρίο. Ο μεγάλος αριθμός μακροτοπωνυμίων δείχνει την πορεία τους προς τα ΒΔ και Δ της Πελοποννήσου. Οι πρώτοι Σλάβοι εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο μαζί με τις οικογένειες και τα γιδοπρόβατά τους στις πλαγιές των βουνών, σε υψώματα, στις κοιλάδες των ποταμών και απέφευγαν τα παράλια, αφού τις πόλεις και τους κόμβους τα κρατούσαν οι φρουρές των Βυζαντινών. Γι’ αυτό και έχουμε χειμάρρους Σλαβικών τοπωνυμίων.
Στην περίπτωση όμως της Βόχας και του χειμάρρου Ζαπάντι προβάλει ως εξαιρετικά δύσκολη η περίπτωση της εγκατάστασης συμπαγών Σλαβικών ομάδων (κάποιων οικογενειών ίσως), δεδομένου ότι η περιοχή φυλάσσονταν και ελέγχονταν από τον Ακροκόρινθο στον οποίο διατηρούνταν ισχυρές βυζαντινές δυνάμεις. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται, όταν κατά την πολιορκία της Πάτρας από τους Αβαροσλάβους, ζητήθηκε η στρατιωτική συνδρομή του βυζαντινού στρατηγού που έδρευε στην Κόρινθο.
Οι Σλάβοι πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές, οι οποίες ήταν ασήμαντες επιδρομές με απλό ληστρικό χαρακτήρα που άφηναν πίσω τους μερικά βαρβαρικά κατάλοιπα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αφομοιώνονταν από τους ντόπιους πληθυσμούς, όπως γράνα, βάλτος, κουνάβι, τσίπα, σβάρνα, ρούχο, ντόμπρος, γκλάβα, γκορτσιά, κόρα,κοτσάνι κ.α. Όπου σημειώθηκαν εγκαταστάσεις σλάβων αυτές ήταν σε κάθε περίπτωση ειρηνικές και πραγματοποιήθηκαν μετά από χορήγηση σχετικής άδειας ή πρόσκλησης ή ανοχής της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας. Η κύρια ασχολία αυτών υπήρξε η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αναμφισβήτητα, έρχονταν σε επαφή με το γηγενή πληθυσμό και συμβίωναν μαζί του. Οι Σλάβοι φαίνεται ότι αφομοιώθηκαν γρήγορα από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και γύρω στο 890 – 900 μ.Χ. θεωρούσαν τον ευατό τους Έλληνες και προσχώρησαν στον χριστιανισμό.
Άλλες αναφορές για το όνομα « Ζ α π ά ν τ ι »
- Ζαπάντι, χωριό της επαρχίας Καρυστίας του Ν. Ευβοίας. Σήμερα λέγεται Δροσιά.
- Ζαπάντι, χωριό της επαρχίας Τριχωνίδας του Ν. Αιτωλοακαρνανίας, που μετονομάστηκε αργότερα σε Μεγάλη χώρα.
- Ζαπάντι Ν. Φθιώτιδος και Ν. Φωκίδος. Το 1928 μετονομάστηκε σε Μηλιόκαμπος.
- Ζαπάντι Ν. Μεσσηνίας (1835 – 1927). Το 1927 μετονομάστηκε σε Καρυόβρυση. Σήμερα δεν κατοικείται.
- Ζαπάντι Ν. Κορινθίας. Κατά το 1886 τα χωριά Σουληνάρι και Χαλκί καλούνταν μαζί ως Ζαπάντι (βλέπε βιβλιογραφία Α. Μηλιαράκης).
- Ζαπάντι ήταν παλαιότερα η εμπορική ονομασία της μαύρης (Κορινθιακής) σταφίδας που παραγόταν στην ομώνυμη κοιλάδα της Κορινθίας.
Συμπέρασμα περί της ονομασίας « Ζ α π ά ν τ ι »
Στην σλάβικη γλώσσα υπάρχει η λέξη Zapad που σημαίνει δύση, ηλιοβασίλεμα, σκιερός ή σκοτεινός τόπος. Στη ρωσική, αλλά και την λατινική γλώσσα την οποία χρησιμοποίησαν ως βάση οι Κύριλλος και Μεθόδιος για να επινοήσουν το σλαβικό αλφάβητο, δεν υπάρχει η λέξη Ζαπάντι ούτε άλλη παρόμοια, ενώ στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται ως τοπωνύμιο (βλέπε παραπάνω).
O Αλβανός γλωσσολόγος και καθηγητής γλωσσολογίας Eric P. Hamp ασχολήθηκε με τη διασπορά των Σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας της μετακίνησης των Αρβανιτών στην Ελλάδα, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των Σλαβικών αυτών τοπωνυμίων που σχετίζονται με τη μετακίνηση των Αρβανιτών είναι σχετικά μικρός. Ουσιαστικά υπάρχουν 10 – 15 τοπωνύμια που επαναλαμβάνονται. Μεταξύ αυτών αναφέρονται το Καλέντζι και το Ζαπάντι. Η διαπίστωση του Hamp είναι πώς τα περισσότερα τοπωνύμια στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, δεν προέρχονται από την Αρβανίτικη. Οι Αρβανίτες όταν εγκαταστάθηκαν σε περιοχές όπως το Καλέντζι ή το Ζαπάντι, τα ονόματα αυτά που έδωσαν δεν προέρχονται από την Αρβανίτικη, αλλά από την Λατινική και την Ελληνική.
Όπως προαναφέρθηκε, στη λατινική γλώσσα δεν υπάρχει η λέξη Ζαπάντι. Υπάρχει όμως στην Ελληνική και είναι σύνθετη, αφού προέρχεται από την ένωση δύο λέξεων (μια συνηθισμένη πρακτική των αρχαίων Ελλήνων ήταν η των ονομάτων επίσκεψις).
Η τρίτη εκδοχή για την ονομασία «Ζαπάντι» είναι ότι πρόκειται για λέξη ελληνική αρχαίας προελεύσεως και ειδικότερα αιολική – δωρική. Κατά τους προιστορικούς χρόνους οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην Κορινθία ήταν οι Αιολείς (ο πρώτος βασιλιάς της Κορίνθου ο Σίσυφος, ο Αιήτης κ.α.). Κατά τους ιστορικούς χρόνους, όταν ο Αλήτης (απόγονος του Ηρακλή) το 1110 – 1075 π.Χ. ως βασιλιάς των Δωριέων κατέλαβε την Κορινθία, κάτοικοί της ήταν οι Αιολείς, οι απόγονοι του Σισύφου. Η συμβίωση αυτή των δύο αρχαίων ελληνικών φύλων, Αιολέων και Δωριέων, στην Κορινθία, καθώς και η προγένεστερη αυτών, Ίωνες και Αιολείς, είχε πολυεπίπεδες επιδράσεις και αλλαγές. Είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήθηκαν και νέες λέξεις στην καθομιλουμένη γλώσσα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η λέξη «Ζαπάντι» πιθανόν να είναι σύνθετη και να αποτελείται από το ΖΑ και το ΠΑΝΤΙ. Το ΖΑ είναι αχώριστο αιολικό προθεματικό μόριο που δηλώνει μέγεθος, ενώ το ΠΑΝΤΙ είναι δωρικό επίρρημα που σημαίνει πρός κάθε κατεύθυνση. Συνεχίζοντας, παρατηρείται ότι και η ετυμολογία του Ζάστανου, του παραποτάμου του Ζαπαντίου (ΖΑ + ΤΑΝΥ) όπως και της λέξεως Σαμούτανη (ΣΑΜΟΣ + ΤΑΝΥ) κινούνται στο ίδιον άξονα προελεύσεως, δημιουργώντας μας τουλάχιστον εύλογους προβληματισμούς για την «χαμένη προϊστορία» των βιολογικών μας προγόνων.
Κατά τον Έλληνα γεωγράφο Στράβων η λέξη σάμος ήταν αρχαία λέξη, η ετυμολογία της οποίας σημαίνει ύψος δίπλα στην ακτή, δηλαδή αμμώδης λόφος αιγιαλού. Από την άλλη, το ρήμα τανύω σημαίνει εκτείνω κατά μήκος, απλώνω,ενώ το επίρρημα τάνυ σημαίνει μακρύ στο μήκος και δε χρησιμοποιείται ποτέ μόνο του, αλλά πάντοτε ως συνθετικό λέξεως. Η ένωση των δύο αυτών λέξεων πιθανόν να σήμαινε την ύπαρξη τέτοιων λόφων κατά μήκος του Αιγιαλού.
Στο σημείο της εκβολής ενός ποταμού ή ενός χειμάρρου πολλές φορές συσσωρεύονται άμμοι ή δημιουργούνται μικροί λοφίσκοι. Ίσως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιώντας τις λέξεις αυτές, ήθελαν να αποδώσουν αυτή τη γεωγραφική ιδιομορφία ή ιδιαιτερότητα του εδάφους.
Π ρ ό τ α σ η
Αφού λάβουμε υπόψιν μας τα προαναφερθέντα ιστορικά δεδομένα για τον ποταμό Νεμέα ή χείμαρρο Ζαπάντι, κοιτώντας το σήμερα, ως αυτοδιοικούμενη κοινωνία θα πρέπει να αναζητήσουμε προτάσεις ή μέτρα τουριστικής αξιοποίησης, ανάδειξης και εκμετάλλευσής του μέσω της ανάπτυξης κοινωφελών δράσεων.
Ενδεικτικά, μπορούν να αναφερθούν ορισμένες τέτοιες δράσεις ή άξονες με σκοπό τον προβληματισμό, τη συζήτηση και με κατάληξη τη στόχευση στη χάραξη και τη πραγματοποίηση εναλλακτικών μορφών ανάπτυξης, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφέρουν πολλαπλά οφέλη αλλάζοντας άρδην την εικόνα της τοπικής μας κοινωνίας.
Ειδικότερα :
- Να γίνονται τακτικοί καθαρισμοί του χειμάρρου από συνεργείο του Δήμου ή της Περιφέρειας.
- Κατά μήκος του χειμάρρου μπορούν να διαμορφωθούν ή να χαραχθούν περιηγητικά περιβαλλοντικά μονοπάτια ή περιπατητικοί διάδρομοι, με έργα που να εξασφαλίζουν την κατά μήκος του πεζή βατότητα ή ακόμα για ιππασία και ποδηλατικές διαδρομές.
- Ανάδειξη και προβολή των τοξοτών γεφυριών που βρίσκονται ένα στο χωριό Σουληνάρι και ένα λίγο πρίν το χωριό Χαλκί.
- Ανάπτυξη οικολογικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με σχολεία, συλλόγους κ.α, όπως φυσική καλλιέργεια, φυσικά αγροκτήματα κ.α.
- Μπορεί ακόμη να προβλεφθεί η ύπαρξη και λειτουργία οικοτουριστικών εγκαταστάσεων για ανάπαυση, ήπια αναψυχή και εστίαση, ακόμα και για διανυκτέρευση. Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα παλαιά δημοτικά σχολεία Σουληναρίου και Χαλκείου, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια δεν λειτουργούν, και αποτελούν ένα τμήμα της αναξιοποίητης περιουσίας του δήμου μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Διαδικτυακός ιστότοπος Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (eetaa1.gr).
- Διαδικτυακός ιστότοπος προέλευσης – ετυμολογίας επωνύμων (greeksurnames.blogspot.gr).
- Eric P. Hamp, The Albanian Diffusion of Slavic toponyms in Greece, εργασία στο 7ο συνέδριο ονοματολογίας, Β΄ τόμος πρακτικών συνεδρίου, σελ. 137 – 144, Φλωρεντία, 1961.
- Hornblower Simon, Corinthian War, Oxford University Press, σελ. 391, 2003.
- Κοκκωνάκης Εμμ. Σωτήρης, Περιήγησις & Ιστορία Κορινθίας, εκδ. Ίσθμιον 2011.
- Κορδώσης Σ. Μιχαήλ, Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, διδακτορική διατριβή, βιβλιοπωλείο Δ. Καραβία.
- Λόλος Α. Γιάννης, Land of Sikyon, Archaeology and History of a Greek city – state, 2011.
- Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland, 1941 (περιλαμβάνει τα τοπωνύμια με τη σλαβική προέλευση στην Ελλάδα ανά Ελληνική περιοχή).
- Μαριολάκος Η., Σκέψεις και απόψεις επί ορισμένων προβλημάτων της γεωλογικής και τεκτονικής δομής της Πελοποννήσου, Ann. Geol Pays Hell, 27, 215 – 313.
- Μέξια Κ. – Τσουκλίδου Δ. – Λειβαδίτης Γ., Μορφολογικές παρατηρήσεις στην περιοχή που περιβάλλει τον αρχαιολογικό χώρο της Νεμέας.
- Μηλιαράκης Αντώνιος – Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας μετά γεωγραφικού πίνακος του νομού, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1886.
- Μπίρης Κωνσταντίνος, Αρβανίτες: Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1960.
- Μπουβής Νικ. Άγγελος, Η ζωή και το έργο μου. Διαδρομές, εκδ. Καταγράμμα, Κιάτο, 2014, σσ 112 – 118.
- Ξενοφών, Ελληνικά, βιβλίο Δ, Κεφάλαιο ΙΙ, παρ. 15.
- Παπανικολάου Δ., Γεωλογία της Ελλάδας, Αθήνα, 1986.
- Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Περί εποικίσεως Σλαβικών τινών φύλων και Πελοποννήσου, εκδ. 1843.
- Παπαχατζής Δ. Νικ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά – Λακωνικά, εκδοτική Αθηνών, 2004.
- Πλουτάρχου Βίοι, Περικλής, Κεφ. XIX.
- Ροδάκης Περικλής, Οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, εφημερίδα «Στυξ» 13/05/2006.
- Σταματάκος Δρ. Ιωάννης, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. «Ο ΦΟΙΝΙΞ».
- Σταματελάτος Μιχαήλ / Βάμβα – Σταματελάτου Φωτεινή, Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας, εκδ. Λαμπράκη, 2012.
- Τσελεμπή Εβλιά, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1688 – 1671), εκδ. Εκάτη, Αθήνα, 2005, σελ. 43.
- Υπουργείο Ανάπτυξης, Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, Επιχειρησιακό πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας «Απειλούμενα ενδημικά είδη ψαριών του γλυκού νερού της Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου – κατανομή, αφθονία, κίνδυνοι και μέτρα προστασίας» (κωδ. έργου 1562).
- Φαρμάκη Σοφία, Άτλας Γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου / σύνδεση αρχαιολογίας και γεωλογίας, διδακτορική διατριβή, Πάτρα 2013, σελ. 325.
- Fine, John V. A., The Ancient Greeks: A critical history. Cambridge, MA: Harvard University Press, 1983, στιχ. 549 – 50.
- Χριστοφορίδης Κωνσταντίνος, Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης, Αθήνα, 1904, σελ. 138.
Σχόλια
Δεν υπάρχει κανένα σχόλιο ακόμη.