Περιγραφή
- Εισαγωγή
Ο Χριστιανισμός κατά την εξέλιξη και την τελική του διαμόρφωση άφησε λαμπρά δείγματα αρχιτεκτονικής τα οποία σχετίζονται κυρίως με τους χώρους λατρείας που χρησιμοποίησε για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των πιστών και την τέλεση των μυστηρίων τους. Αυτοί οι χώροι είναι οι Ιεροί Ναοί και οι Εκκλησίες, που ποικίλλουν ανά χρονική περίοδο τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την αρχιτεκτονική τους δομή.
Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο[1] οι Χριστιανοί δεν είχαν συγκεκριμένους τόπους λατρείας και μαζεύονταν είτε σε ευρύχωρα σπίτια, τα οποία είχαν μετατρέψει σε ναούς όπου έψαλλαν και έκαναν όλες τις ιεροτελεστίες τους, είτε σε κατακόμβες[2]. Αργότερα, μετά το τέλος των διωγμών, ο αριθμός των Χριστιανών αυξάνονταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν ξεχωριστοί τόποι λατρείας.
Στην παρούσα εργασία θα μας απασχολήσει ο αρχιτεκτονικός τύπος ναού που καθιερώθηκε κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ αιώνα και καλείται «Παλιοχριστιανική Βασιλική». Να σημειωθεί ότι στην Κορινθιακή ενδοχώρα έχουν εντοπιστεί και ανασκαφεί οι πρωτοχριστιανικές βασιλικές του Κρανείου στην αρχαία Κόρινθο, του Αγίου μάρτυρα Κοδράτου στην αρχαία Κόρινθο, του Αγίου μάρτυρα Λεωνίδη[3] στην περιοχή του αρχαίου λιμένος Λεχαίου – Κορίνθου και στη θέση «Παναγίτσα» δίπλα από το ομώνυμο αλσύλιο στο Κιάτο Κορινθίας.
Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές είναι οι πρώτοι οργανωμένοι και συγκροτημένοι χριστιανικοί ναοί, οι πρώτες εκκλησίες, όπου συναθροίζονταν οι Χριστιανοί των πρώτων χρόνων για να δοξάσουν τον Τρισυπόστατο Τριαδικό Θεό. Σήμερα οι παλαιοχριστιανικές αυτές βασιλικές βρίσκονται σε κατάσταση ερείπωσης.
Η εξέταση αυτών βέβαια δεν μπορεί να γίνει αποσπασματικά. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές μας προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τη θέση τους, την αρχιτεκτονική τους, το μέγεθος και τη δομή τους, από τα οποία έχουμε τη δυνατότητα να εξάγουμε χρήσιμα και ασφαλή συμπεράσματα για τη λατρεία των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Παράλληλα, όμως μας δίνουν και μια σφαιρική εικόνα – άποψη ως προς την τοπική εκκλησιαστική ιστορία και τάξη κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση η παρουσίαση αυτών πρέπει να γίνει συνθετικά. Από τη μια να εξετασθούν ως κτίρια με τα ιστορικοαρχαιολογικά χαρακτηριστικά και δεδομένα που τα συνοδεύουν, και από την άλλη να ενταχθούν αυτά μέσα στην γενικότερη Κορινθιακή εκκλησιαστική τάξη και οργάνωση.
- Η Εκκλησία της Κορίνθου και οι Επισκοπές αυτής (Γενική επισκόπηση)
Όπως γνωρίζουμε, η Εκκλησία της Κορίνθου ιδρύθηκε από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο γύρω στο 51 – 52 μ.Χ. Την είχαν επισκεφθεί όμως και άλλοι Απόστολοι, όπως ο Πέτρος, ο Ανδρέας κ.α., καθώς επίσης συναπόστολοι και συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου. Η Μητρόπολη και Εκκλησία της Κορίνθου έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο λόγω των δύο περίφημων Επιστολών (πρώτης[4] και δεύτερης) του Αποστόλου Παύλου[5] προς τους Κορινθίους. Μεγάλη αναφορά για την Εκκλησία της Κορίνθου γίνεται και στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία της Κορίνθου, όπως και οι υπόλοιπες ανά την Ελλάδα, οργανώθηκε αρχικώς σε χριστιανικές κοινότητες, οι οποίες μετεξελίχθηκαν σε επισκοπές που είχαν επισκόπους[6] ως επικεφαλείς τους. Η Ιερά Μητρόπολη Κορίνθου ήταν Αρχιεπισκοπή και περιελάμβανε τις επισκοπές Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους.
Η Επισκοπή της Κορίνθου
Ήταν η έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως και καλούνταν «Αρχιεπισκοπή». Οι υπόλοιπες επισκοπές εξαρτιόνταν εκκλησιαστικώς από αυτήν. Στην Κόρινθο, μετά τον Απόστολο Παύλο, διετέλεσαν μέχρι σήμερα 89 Επίσκοποι[7].
Σπουδαίοι Επίσκοποι Κορίνθου υπήρξαν πολλοί. Στον Αγιολογικό κατάλογο των Αγίων επισκοπευσάντων στην Κόρινθο μετά τον Απόστολο Παύλο αναφέρονται οι Απόστολος Σίλας, Απόστολος Σωσθένης, Πρίμος (μάρτυρας, 170 μ.Χ), Διονύσιος (161 – 180 μ.Χ), Αθανάσιος (10ος αιώνας), Παύλος (10ος αιώνας), ο Ζαχαρίας (νεομάρτυρας,1684) και ο Μακάριος Νοταράς που πέθανε το έτος 1805. Κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα υπάγονταν υπό τον Μητροπολίτη Κορίνθου όλες οι Επισκοπές της Πελοποννήσου (άνω των 35) και οι Επισκοπές των Ιονίων Νήσων.
Ο Μητροπολίτης Κορίνθου είχε εξ αρχής, πέραν του τίτλου του Αρχιεπισκόπου, το διοικητικό αξίωμα του Εξάρχου Διοικήσεως, το οποίο είχαν και οι Επίσκοποι της Ρώμης, της Θεσσαλονίκης, της Κωνσταντινουπόλεως, της Εφέσου και της Καισαρείας. Επιπλέον, έφερε μέχρι τον ερχομό του βασιλιά Όθωνα και των Βαυαρών τον τίτλο του «Υπερτίμου και Εξάρχου πάσης Πελοποννήσου, και Προέδρου των Μητροπολιτών της Πελοποννήσου».
Η Επισκοπή της Σικυώνος
Μαρτυρείται ως Επισκοπή ήδη από τον 4ο μ.Χ αιώνα. Ειδικότερα, Επίσκοπος Σικυώνος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια της πρώϊμης και της μέσης βυζαντινής περιόδου η Σικυώνα ως επισκοπή υπάγονταν στη Μητρόπολη Κορίνθου. Μνημονεύεται ως επισκοπή και στον Παρισσινό κώδικα 1555 Α με τον τύπο «Σικύου[8]».
Από τους επισκόπους της έχουμε διαθέσιμες πληροφορίες για δύο μονάχα ονόματα. Ο πρώτος επίσκοπος είναι ο ιεράρχης Ερμογένης της Σικυώνας (Hermogenes de Ciceono)[9], ο οποίος είχε συμμετάσχει στις εργασίες της Τοπικής Συνόδου της Σαρδικής[10] που πραγματοποιήθηκε το έτος 343 μ.Χ στην Ιλλυρία. Ο δεύτερος επίσκοπος είναι ο ιεράρχης Ειρηναίος της Σικυώνας (Irenaeus Syconeus)[11]. Στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της επισκοπής Σικυώνας πρέπει να υπαγόταν το δυτικό τμήμα της Κορινθίας. Στα κυρίως βυζαντινά χρόνια φαίνεται πώς τη θέση της διαδέχθηκε η Επισκοπή Ζεμενάς (Ζεμενού ή Ζεμενών).
Η Επισκοπή Ζεμενού
Διαδέχθηκε την αρχαία Σικυώνα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο (330 μ.Χ – 610 μ.Χ), όχι μόνο ως γεωγραφική ενότητα ή περιοχή, αλλά και ως συνέχεια μιας παλαιοχριστιανικής παράδοσης. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πόλη της Σικυώνας είχε περιέλθει σε παρακμή και επομένως είναι λογικό να μετατοπίστηκε δυτικότερα όχι μόνο η έδρα της επισκοπής από την Σικυώνα στο Ζεμενό αλλά και τα όριά της προς όφελος της Μητροπόλεως Κορίνθου.
Η Επισκοπή Ζεμενού μνημονεύεται για πρώτη φορά στο «Τακτικό», ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο του Βυζαντινού αυτοκράτορος Λέοντος του Σοφού[12] (886 – 912 μ.Χ). Υπαγόταν εκκλησιαστικώς στη δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου και αναγραφόταν στην έκτη θέση πριν από την Επισκοπή της Μάνης. Την ίδια θέση κατάταξης είχε και στα «Τακτικά» των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών και Αγγέλων. Επιπλέον, η Επισκοπή είναι γνωστή και από το βίο του Οσίου Λουκά του Στειριώτου[13].
Μετά την κατάκτηση της Κορινθίας από τους Φράγκους Σταυροφόρους το έτος 1210, η επισκοπή Ζεμενού υπαγόταν στη Λατινική Μητρόπολη της Κορίνθου και συγχωνεύθηκε με αυτήν λίγο πριν το έτος 1223. Μέχρι τον 11ο αιώνα η διαμόρφωση της εκκλησιαστικής τάξεως μνημονεύει στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κορίνθου μόνο την επισκοπή Ζημενάς (Ζεμενού). Μετά την κατάλυση της κυριαρχίας των Φράγκων η διαμορφωμένη εκκλησιαστική ιεραρχία επί Βυζαντινών Παλαιολόγων εμφανίζει στη Μητρόπολη Κορίνθου και τις επισκοπές Ζεμενάς, Ταρσού κ.α. Μετά την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους το έτος 1453 και την κατάλυση της βυζαντινής εξουσίας, η επισκοπή συναντάται με το σύνθετο όνομα Ταρσού και Ζεμενών. Δεν μπορούν όμως να καθοριστούν με ακρίβεια τα όρια της βυζαντινής αυτής επισκοπής. Υπάγονταν σε αυτήν με βεβαιότητα η Στυμφαλία, ο Φενεός, η παραλιακή ζώνη του Ξυλοκάστρου και η εύφορη περιοχή της Σικυώνας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γενικό χαρακτηριστικό στα εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα είναι ότι οι περισσότεροι αρχιερείς κατά το πλείστον απουσίαζαν στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικοί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μερικοί από αυτούς διαπληκτίζονταν μεταξύ τους ή και καθαιρούνταν.
Η Επισκοπή Ταρσού
Ο Ταρσός ήταν ένα βυζαντινό φρούριο στην περιοχή του Φενεού, το οποίο πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε κατά την εκστρατεία του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ Πορθητή κατά το έτος 1458. Το φρούριο μνημονεύεται και στους καταλόγους των ετών 1450, 1467, 1469 και 1471. Το όνομα «Ταρσός» χρησιμοποιήθηκε και ως ονομασία ξεχωριστής επισκοπής που υπαγόταν εκκλησιαστικώς στην δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Κορίνθου.
Στις διαθέσιμες πηγές η επισκοπή Ταρσού μνημονεύεται πάντοτε με την σύνθετη ονομασία «Επισκοπή Ταρσού και Ζεμενών». Πράγματι η επισκοπή Ταρσού ήταν ενωμένη με την επισκοπή των Ζεμενών για το χρονικό διάστημα 1562 – 1570. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ είναι δεδομένη η ύπαρξη επισκόπου, εν τούτοις δεν μας είναι γνωστό το όνομα κάποιου επισκόπου.
Η απουσία του ονόματος «Ζεμενός» από τις διαθέσιμες πηγές του ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα, δείχνει ότι η άλλοτε βυζαντινή πόλη βρισκόταν σε παρακμή. Αντίθετα, ο Ταρσός στο τέλος της βυζαντινής εποχής υπήρξε ένα ακμαίο κέντρο, το οποίο διέθετε και ένα ισχυρό φρούριο. Επομένως, είναι πολύ πιθανόν η έδρα της επισκοπής που μετατοπίστηκε αρχικώς από την Σικυώνα στο Ζεμενό, αργότερα στα χρόνια των τουρκικών επιδρομών φαίνεται να μετατοπίζεται στο ασφαλές φρούριο του Ταρσού, η περιοχή του οποίου αποτελούσε τμήμα της δικαιοδοσίας της επισκοπής Ζεμενού.
Η Επισκοπή Ταρσού και Ζεμενών άκμασε κατά τον ΙΕ΄ αιώνα. Επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του Τρανού χειροτονήθηκε το έτος 1574 ο τελευταίος επίσκοπος Ταρσού και Ζεμενού (Ζεμενών) καλούμενος «Νεκτάριος» από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Λαυρέντιο. Την επιλογή του Νεκταρίου αμφισβήτησε ο νέος Μητροπολίτης Κορίνθου Νεόφυτος, ισχυριζόμενος ότι η Ζεμενός «υπήρχε τη μητροπόλει ηνωμένη δια γραμμάτων παλαιγενών και επιτιμίων»[14].
Το γεγονός ότι ο επίσκοπος Νεκτάριος χειροτονήθηκε επίσκοπος μόνο της Ζεμενού και όχι της επισκοπής Ταρσού και Ζεμενών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη δυτική Κορινθία επικρατούσε αβεβαιότητα περί της εδαφικής δικαιοδοσίας. Την αβεβαιότητα αυτή θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Μητροπολίτης Πατρών, κάνοντας λόγο για παλαιά δικαιώματα επί της επισκοπής Ταρσού, η περιοχή της οποίας βρίσκεται πολύ κοντά στην Αχαϊα.
Σύμφωνα με τη συνοδική επιστολή του Πατριάρχη Νικολάου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, η επισκοπή μνημονευόταν τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ΙΑ΄ αιώνα, αλλά δεν εντοπίζεται στα τακτικά της εποχής. Κατά τον Θ΄ αιώνα αποτέλεσε έδρα επισκοπής της Μητροπόλεως Πατρών, η οποία αργότερα καταργήθηκε. Κατά τον ΙΕ΄ αιώνα ο Ταρσός βρίσκεται εκ νέου σε ακμή και αποτελεί εκ νέου έδρα επισκοπής που υπαγόταν στην Μητρόπολη Κορίνθου.
Η Επισκοπή Πολυφέγγους
Η λέξη «Πολύφεγγος» χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα ως ονομασία του φρουρίου του Αγίου Γεωργίου. Πρόκειται για μεταγενέστερο μεσαιωνικό τύπο της λέξεως «Πολυφεγγής» και σημαίνει αυτόν που φέγγει λαμπρά. Ως ονομασία συναντάται στη γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως, στους καταλόγους των φρουρίων του έτους 1377 και στους πίνακες του Γεωργίου Γεμιστού. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συνδέθηκε με μία από τις επισκοπές της Κορίνθου. Η ονομασία αυτή ίσως οφείλεται στα μοναστικά ιδρύματα που βρίσκονταν στην κορυφή του όρους Πολύφεγγος[15]. Μετά την καταστροφή του φρουρίου του Πολυφέγγους από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή το έτος 1458, το όνομα του Πολυφέγγους προσδιόριζε μόνο την επισκοπή και το βουνό.
Η επισκοπή Πολυφέγγους είχε την έδρα της στην περιοχή του αρχαίου Φλιούντα, ο οποίος στον Παρισινό κώδικα 1555 Α εμφανίζεται επίσης ως επισκοπική έδρα χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε. Η ίδρυση της επισκοπής Πολυφέγγους πιθανόν να ανάγεται στο τέλος της μεσαιωνικής περιόδου ή στην αρχή της Τουρκοκρατίας. Η έδρα της βρισκόταν εντός του φρουρίου του Πολυφέγγους[16] και αργότερα στον Άγιο Γεώργιο[17]. Ως επισκοπή διαδέχθηκε ονοματολογικά την επισκοπή του Φλιούντα.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορική εξέλιξη της επισκοπής συνδέθηκε άρρηκτα με το Μοναστήρι της Παναγίας του Βράχου[18], όπου και έδρευε επίσκοπος. Ειδικότερα, σε έγγραφο των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου την 23η Μαϊου του έτους 1402 μνημονεύεται η εκκλησία της Παναγίας του Βράχου, η οποία βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο από το μεταβυζαντινό μοναστήρι, στην οχυρότερη θέση του Πολυφέγγους. Η εν λόγω Μονή έγινε περισσότερο γνωστή στα χρόνια της Εθνικής Επανάστασης του 1821 μαζί με τον ξακουστό Ηγούμενο Δανιήλ[19], όπου πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον Αγώνα.
Εκτός από την βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή Παναγία του Βράχου, υπάρχουν μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν και την ανάπτυξη του μοναχισμού στο όρος Πολύφεγγος. Ο Γάλλος περιηγητής Michel Fourmont αναφέρει ότι «το βουνό Πολύφεγγος δεν είναι παρά ένας βράχος απόκρημνος και πολύ υψηλός, πάνω στον οποίο υπάρχουν 36 εκκλησίες που έχουν 12 πόδια μήκος επί 8 πλάτος. Καθώς καμιά δεν ήταν ολόκληρη, δεν μπορέσαμε να ξέρουμε το ύψος τους. Όλες έχουν αυλή και στην άκρη ένα τετράγωνο κελί διαστάσεων ποδών, με μια μικρή στέρνα. Ανεβαίνοντας από το μέσον του βουνού, βρίσκει κανείς έξι επίπεδα, σε καθένα από τα οποία υπάρχουν 60 σπηλιές».
Ο Fourmont ουσιαστικά παρουσιάζει το μικρό βουνό Πολύφεγγος ως ένα σημαντικό ασκητικό κέντρο. Στα πολυάριθμα κελιά που άλλοτε κατοικούνταν από καλογέρους, εντόπισε έναν μονάχα ερημίτη – ασκητή. Είναι όμως δύσκολο να διαπιστωθεί το γεγονός ότι οι εκκλησίες και τα κελιά που αναφέρονται, υπήρχαν. Κι αυτό γιατί τα μοναδικά κτίσματα που διασώζονται σήμερα είναι το φρούριο και το τείχος του ασκηταριού. Ένας άλλος Ευρωπαίος περιηγητής, ο Dodwell, όταν πέρασε από το μέρος αυτό, συνάντησε κάποιον καλόγερο να κατοικεί σε μια από τις σπηλιές του βουνού αυτού.
- Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική (Γενικά στοιχεία)
Οι Έλληνες στους αρχαίους χρόνους είχαν ένα κτίριο που ονομάζονταν «Βασίλειος Στοά» των Αθηνών προς τιμή του άρχοντος βασιλέως. Από αυτόν πήρε και την ονομασία «Βασιλική». Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν από τους Έλληνες τον κτιριακό αυτό τύπο. Στην Ρώμη η Βασιλική είναι ένα δημόσιο κτίριο, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως χώρος δημόσιων συνεδριάσεων, εμπορικών συναλλαγών αλλά και ως δικαστήρια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τους διωγμούς των Χριστιανών, άρχισαν να ανεγείρονται σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεγάλοι Χριστιανικοί ναοί. Πρόκειται για τις περίφημες Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές που κυριάρχησαν ως κτίρια κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ αιώνα. Η Βασιλική προσαρμόστηκε στις ανάγκες της Χριστιανικής λατρείας και αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τον κυριότερο αρχιτεκτονικό τύπο εκκλησιαστικού κτιρίου, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, είτε στην αρχική μορφή της είτε ως τρουλαία βασιλική. Να σημειωθεί ότι αυτός ο τύπος ναού συνδέεται με την μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, την Αγία Ελένη, η οποία κατά την παράδοση ανέγειρε πλήθος βασιλικών στην Κωνσταντινούπολη, την Παλαιστίνη (Βηθλεέμ, Πανάγιος Τάφος, Σινά), Ρώμη και Ελλάδα.
Οι Χριστιανικές Βασιλικές ήταν μεγάλα επιμήκη κτίρια, τα οποία διαιρούνταν εσωτερικά με κιονοστοιχίες σε κλίτη ή μοίρες ή δρόμους, καταλήγοντας στην ανατολική πλευρά σε αψίδα. Τα κλίτη των Βασιλικών ήταν από τρία μέχρι και εννέα. Το μεσαίο κλίτος ήταν το πιο ευρύχωρο και υψηλότερο, και καλυπτόταν από αμφίκλινη ξύλινη στέγη, ενώ τα πλάγια κλίτη με επίκλινη στέγη. Οι κίονες οι οποίοι χώριζαν τα κλίτη μεταξύ τους από την Ανατολή προς τη Δύση ήταν απλοί χωρίς ραβδώσεις και κατέληγαν σε Κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ τα κενά που υπήρχαν μεταξύ των κιονοκράνων ενώνονταν συνήθως με τόξα. Πάνω από τα κλίτη σχηματίζονταν υπερώα, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως γυναικωνίτες.
Στο ανατολικό μέρος του μεσαίου κλίτους βρισκόταν το Ιερό Βήμα, που καταλάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού. Στο κέντρο υπήρχε τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα και επάνω σε αυτήν το κιβώριο που ήταν ένα θολωτό σκέπασμα το οποίο στηριζόταν σε τέσσερις κίονες. Πίσω από την Αγία Τράπεζα βρισκόταν ο θρόνος του επισκόπου και εκατέρωθεν οι έδρες των πρεσβυτέρων (σύνθρονο). Από το Ιερό Βήμα υπήρχε πύλη, η οποία οδηγούσε προς την κρύπτη όπου φυλάσσονταν τα λείψανα των μαρτύρων.
Ο κυρίως ναός αποτελούσε τον χώρο των πιστών. Στη μέση υπήρχε ο άμβωνας, από τον οποίο διαβάζονταν τα αναγνώσματα και γινόταν το θείο κήρυγμα. Ο δυτικός χώρος πριν από τον κυρίως ναό ονομαζόταν νάρθηκας. Εκεί στέκονταν οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες. Ο νάρθηκας επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό μέσω των ευρύχωρων θυρών του μεσαίου κλίτους. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το βαπτιστήριο, όπου υπήρχε σταυρωτή δεξαμενή για το βάπτισμα των ενήλικων και νότια υπήρχε το διακονικό. Στον εξωτερικό χώρο, πριν από τον νάρθηκα, υπήρχε το αίθριο, στο οποίο γίνονταν κάποιες υπαίθριες τελετές. Εκεί υπήρχε λουτήρας ή δεξαμενή με νερό, όπου καθαρίζονταν το ιερατείο και ο λαός.
- Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική του Αγίου μάρτυρος Λεωνίδη στο Λέχαιο
Ο Άγιος Λεωνίδης καταγόταν από την περιοχή της Τροιζήνας και έδρασε στην περιοχή της Επιδαύρου. Στο απολυτίκιο αποκαλείται «Μέγας Πρόμαχος Επιδαύρου». Ο Αγ. Λεωνίδης μαζί με επτά γυναίκες (Χαρίσση, Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα, Θεοδώρα) συνελήφθηκαν το Μεγάλο Σάββατο του έτους 250 μ.Χ και οδηγήθηκαν στην Κόρινθο ενώπιον του ηγεμόνα Ανθυπάτου Βενούστου επί αυτοκράτορος Δεκίου (249 μ.Χ – 251 μ.Χ). Εκεί τους ζητήθηκε να αλλαξοπιστήσουν, αλλά αρνήθηκαν. Τον Άγιο Λεωνίδη τον κρέμασαν, αφού πρώτα τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Στη συνέχεια το σκήνωμά του μαζί με τις επτά προαναφερόμενες γυναίκες οδηγήθηκε στη θάλασσα. Εκεί τους έδεσαν πέτρες και τις έριξαν μαζί με το σκήνωμα του Αγίου στο βυθό της θάλασσας.
Πολλοί είναι αυτοί που πίστευαν ότι ο Άγιος Λεωνίδης ήταν Επισκοπος της πόλης των Αθηνών. Έχει αποδειχθεί[20] όμως ότι ο Άγιος Λεωνίδης της Επιδαύρου δεν υπήρξε ποτέ Επίσκοπος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με το όνομα «Λεωνίδης» καταγράφονται δύο διαφορετικά πρόσωπα, άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας: ο Άγ. Λεωνίδης, επίσκοπος Αθηνών και ο απλός μάρτυρας Λεωνίδης και οι περί αυτόν επτά γυναίκες, ο οποίος και καταγόταν από την περιοχή της Τροιζήνας.
Κατά τον 5ο μ.Χ αιώνα οικοδομήθηκε στον δεξιό βραχίονα του αρχαίου λιμανιού η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Εκκλησία, η οποία αφιερώθηκε στον Άγιο Λεωνίδη και τις επτά γυναίκες συμμάρτυρές του. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Δ. Ι. Πάλλα που την ανέσκαψε με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, η Παλαιοχριστιανική Βασιλική του Αγ. Λεωνίδη αποτελούσε το σημαντικότερο προσκύνημα της Ελλάδας των πρωτοχριστιανικών χρόνων.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό κτίσμα, Κορινθιακής χριστιανικής αρχιτεκτονικής, με πρωτοπόρες γραμμές. Υπήρξε η μεγαλύτερη σε διαστάσεις Παλαιοχριστιανική Εκκλησία στην Ελλάδα με μήκος 220 μέτρα, πλάτος 50 μέτρα και συνολικής έκτασης 11 στρεμμάτων. Παράλληλα, χαρακτηρίζεται ως ένα ιδιαίτερο δείγμα Παλαιοχριστιανικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και το σημαντικότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο της Πελοποννήσου.
Πιο συγκεκριμένα, είναι τρίκλιτη βασιλική, με πεντάκλιτο εγκάρσιο κλίτος και τρούλλο, νάρθηκα[21], διπλό αίθριο[22], τριμερές βαπτιστήριο στα βορειοδυτικά και ένα μεγάλο αριθμό από προσκτίσματα. Θεμελιώθηκε το έτος 460 μ.Χ περίπου επί Βυζαντινού αυτοκράτορος Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ) ή Λέοντος του Α΄ (457 – 474 μ.Χ). Κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Βυζαντινού αυτοκράτορος Αναστασίου Α΄ (491 – 518 μ.Χ) έγινε η πλακόστρωση των δαπέδων. Μέχρι την εποχή του Βυζαντινού αυτοκράτορος Ιουστινιανού (491 – 518 μ.Χ) παρέμενε πιθανότατα ημιτελής χωρίς στέγη, ενώ παράλληλα γίνονταν και συμπληρωματικές μαρμαρογλυφικές εργασίες. Ολοκληρώθηκε επί Βυζαντινού αυτοκράτορος Ιουστίνου Α΄ (518 – 527 μ.Χ) πάνω σε επίπεδη επιφάνεια επί προυπάρχοντος μικρότερου αρχαίου ναού, πιθανόν αφιερωμένου στον Ποσειδώνα.
Η αφθονία λευκού μαρμάρου από την Προικόνησο της Προποντίδας μαρτυρά είτε γενναία αυτοκρατορική χορηγία είτε την εξ ολοκλήρου κάλυψη των εξόδων κατασκευής του τεράστιου και λαμπρού αυτού μνημείου, το οποίο ανεγέρθηκε με προδιαγραφές να καταστεί το κέντρο της ακτινοβολίας και της προβολής της επικράτησης του Χριστιανισμού στη Νότια Ελλάδα. Καταστράφηκε τα έτη 550 – 551 μ.Χ από ισχυρό σεισμό που είχε επίκεντρο την Χαιρώνεια της Βοιωτίας.
Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Λεχαίου ήταν κτισμένη με επιμέλεια και η τοιχοποιία της ήταν μια σύνθεση από χοντροδουλεμένες πέτρες και εναλλασσόμενες ζώνες από τούβλα. Τα δάπεδα της βασιλικής ήταν στρωμένα με μαρμάρινες λευκές πλάκες. Τα μαρμαροθετήματα των πλαϊνών κλιτών και οι κίονες παρουσιάζουν μια ποικιλία χρωμάτων από λευκό, πορφυρό, γκρι και πράσινο. Πλούσιος και εξαιρετικής τέχνης ήταν και ο γλυπτός διάκοσμος του ναού.
Σήμερα έχουν διασωθεί μόνο τα θεμέλια και η τοιχοποιϊα σε χαμηλό ύψος, μερικοί κίονες και κιονόκρανα, καθώς και λιγοστά ευρήματα. Στο χώρο που καλύπτει το μνημείο εντοπίζεται διάσπαρτα ένα πλήθος από αρχιτεκτονικά μέλη, ενώ άλλα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της αρχαίας Κορίνθου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Κορινθιακά κιονόκρανα, τα ιωνικά με επίθημα, τα θεοδοσιανά με την ιδιαίτερα επιμελημένη εργασία τους, τα επιθήματα, τα γείσα και τα περιθυρώματα με τον πλούσιο και εξαιρετικής τεχνοτροπίας διάκοσμό τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των κινητών ευρημάτων που προέρχονται από την ανασκαφή είναι τεράστιος και αυτά καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από την Υστερορωμαϊκή έως και την περίοδο της Φραγκοκρατίας (νομίσματα, αγγεία ακέραια και σε θραύσματα, λύχνοι, υάλινες κανδήλες κ.α.).
- Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος
Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος είναι ένα πλήρες εκκλησιαστικό συγκρότημα που έχει κτιστεί στην περιοχή «Παναγίτσα»[23] του Κιάτου Κορινθίας, όπου σήμερα υπάρχουν ερείπιά της δίπλα στο πευκόφυτο αλσύλιο. Εντοπίζεται 200 – 300 μέτρα νοτιοδυτικά του επινείου της αρχαίας πόλης. Η Παλαιοχριστιανική αυτή Βασιλική εντάσσεται στις σημαντικότερες βασιλικές που κατασκευάστηκαν στην Πελοπόννησο κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. Στη θέση που ανεγέρθηκε, προϋπήρχε αρχαίος δωρικός ναός που χρονολογείται τον 4ο π.Χ αιώνα, ίσως προς τιμή του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα. Η ύπαρξη του αρχαίου αυτού ναού επιβεβαιώνεται και από τους δύο δωρικούς κίονες που βρέθηκαν στη νότια πλευρά. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της κατασκευής αρχαίο υλικό.
Οι ανασκαφές στο χώρο πραγματοποιήθηκαν από τον διαπρεπή Αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο κατά τα έτη 1933, 1954 και 1962. Τα ευρήματα των ανασκαφών αυτών στεγάζονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βασιλικού που ίδρυσε ο Ορλάνδος κατά το έτος 1935 με την μετατροπή μέρους των ρωμαϊκών λουτρών. Ακολούθησαν νέες αρχαιολογικές έρευνες κατά τα έτη 1986 και 1987 από την βυζαντινολόγο Κωνσταντίνα Σκαρμούτσου, κατά τις οποίες ήρθαν στο φώς επιπρόσθετα στοιχεία για την έκταση προς τα δυτικά του μνημείου, όπου αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο.
Σε κάθε περίπτωση το μνημείο παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα σημαντικό αρχαίο μνημείο του 5ου μ. Χ αιώνα και αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής στην περιφέρεια της Πελοποννήσου. Η χρονολόγηση προήλθε από την εξέταση του μεγέθους του κτιρίου, καθώς επίσης των αρχιτεκτονικών και γλυπτών ευρημάτων.
Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος είναι μια τρίκλιτη δρομική βασιλική με κιονοστοιχίες και ξύλινη στέγη. Οι συνολικές της διαστάσεις είναι 23,9 μέτρα το πλάτος της και το μήκος της ξεπερνά τα 65 μέτρα. Αποτελείται από τον κυρίως ναό που απολήγει σε μια μεγάλη ημικυκλική αψίδα προς την ανατολική πλευρά, το νάρθηκα και το αίθριο προς τα δυτικά. Στο χώρο του πρεσβυτερίου υπήρχε σύνθρονο[24] και επισκοπικός θρόνος, ενώ στο μεσαίο κλίτος ένας κτιστός άμβωνας[25].Στον περιβάλλοντα χώρο της εντοπίζονται διάφορα προσκτίσματα, τα οποία είναι προσκολλημένα στον ορθογώνιο πυρήνα του ναού, με σημαντικότερα από αυτά το παρεκκλήσιο και το βαπτιστήριο στη νότια πλευρά.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η οριστική διαμόρφωση των χώρων της Βασιλικής και του τελετουργικού είχε συντελεστεί πιθανότατα νωρίς, ήταν δύσκολη η ενσωμάτωση του βαπτιστηρίου στην βασιλική. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη βαπτιστηρίου[26] στην βασιλική υποδεικνύει την σημαντικότητα του ναού και ότι αποτελούσε επισκοπική έδρα. Η θέση του ποικίλει ανάλογα με την εκκλησία και την περιοχή.
Η Παλαιοχριστιανική αυτή βασιλική καταστράφηκε πιθανόν από πυρκαγιά (εμπρησμό) και δεν επιχειρήθηκε να ξανακτιστεί. Δεν γνωρίζουμε ακριβή χρονολογία και αίτια. Στη συνέχεια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως τόπος ταφής. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί και από τις διενεργηθείσες ανασκαφές, κατά τις οποίες ανοίχθηκαν 25 τάφοι[27] συνολικά αποκαλύπτοντας ένα εκτεταμένο νεκροταφείο προς τα δυτικά του μνημείου.
Το γεγονός πάντως ότι ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ υπήρχε εκκλησία ρυθμού βασιλικής στην περιοχή της Σικυώνας, απλά επιβεβαιώνει αφενός ότι ο Χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί και επικρατήσει στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου ότι η Επισκοπή της Σικυώνας είχε αναπτύξει σημαντικότατη δράση[28].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
- Αρχαιολογική Εταιρεία εν Αθήναις, www.archetai.gr / Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος, Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019, δημοσίευση Καθηγητή Γιάννη Α. Λώλου από την επιφανειακή έρευνα Σικυώνος.
- Γριτσόπουλος Αθ. Τάσος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα, 1922.
- Γριτσόπουλος Αθ. Τάσος, Εκκλησιαστική Ιστορία και Χριστιανικά Μνημεία Κορινθίας, βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Α΄, Αθήναι, 1973.
- Διαδικτυακός ιστότοπος Υπουργείου Πολιτισμού www.yppo.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος el.wikipedia.org (το κείμενο για το λήμμα «Παλαιοχριστιανική Βασιλική» δημοσιεύθηκε κατόπιν αδείας της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.kiato.gov.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.kiato.eu (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.travelplorer.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.greekmonuments.net (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.parakato.gr. Άρθρο του Γιώργου Λόη – Συνταγματάρχη (ΤΘ) ε.α, Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Κιάτου (Κάτω Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος odysseus.culture.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος www.kathimerini.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Διαδικτυακός ιστότοπος extras.ha.uth.gr (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αριθ. 313, τεύχος Β΄, 22 Ιουνίου 1987 (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Κορδώσης Σ. Μιχαήλ, Συμβολή στην ιστορία και την τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους Μέσους χρόνους, Διδακτορική διατριβή, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, Αθήνα.
- Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Β΄ (Δεληγιαννόπουλος), Αγιολογικαί Μελέται και Ασματική Ακολουθία εις τον Άγιον μάρτυρα Λεωνίδην και την Συνοδίαν αυτού, Ναύπλιον, 1980.
- Μποζίνης Ν. Χαράλαμπος, Πλήρη θωράκια του Ελλαδικού χώρου από την Παλαιοχριστιανική περίοδο έως το τέλος της Εικονομαχίας, διπλωματική, Θεσσαλονίκη, 2008.
- Μυλωνά Ευαγγελία, Η συμβολή του Πολιτισμού στην τοπική ανάπτυξη. Η περίπτωση του δήμου Σικυωνίων, Χαρακόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, πτυχιακή μελέτη, Αθήνα, 2012.
- Ορλάνδος Αναστάσιος, Ξυλόστεγος Παλαιοχριστιανική Βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, εκδ. η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 1994.
- Ορλάνδος Αναστάσιος, Ανασκαφή Σικυώνας, ΠΑΕ 1933 (σσ 81 – 90), ΠΑΕ 1934 (σσ 116 – 122), ΠΑΕ 1951 (σσ 187 – 191), ΠΑΕ 1952 (σσ 387 – 395), ΠΑΕ 1953 (σσ 184 – 190), ΠΑΕ 1954 (σσ 219 – 231).
- Ορλάνδος Αναστάσιος, Η Βασιλική της Κάτω Σικυώνος, Αρχείον Κορινθιακών Μελετών 1, σσ 46 – 55, 1971.
- Ορλάνδος Αναστάσιος, Συμπληρωματική έρευνα εις την βασιλική της Σικυώνος, Αρχείον Βυζαντινών Μελετών 11, σσ 148 – 176, 1969.
- Σακελλαρίου Β. Μιχαήλ, Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715 – 1821), Αθήνα, 1978.
- Υπουργική απόφαση ΥΑ, ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ31/13012/305, 29 Μαϊου 1987 (Παλαιοχριστιανική Βασιλική Σικυώνος).
- Watkin David, A History of western Architecture, London, 1986.
- Pevcher Nikolaus, An Outline of European Architecture, Penguin Books, Middlesex, 1975.
- Krautheimer Richard, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1991.
Παραπομπές – υποσημειώσεις – αναφορές
[1] Ονομάζεται η χρονική περίοδος μεταξύ του θανάτου του Ιησού Χριστού και της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας το έτος 325 μ.Χ.
[2] Οι κατακόμβες ήταν τόποι μυστικής σύναξης των Χριστιανών, λατρείας ή τόποι καταφυγής σε περιόδους διωγμών.
[3] Πρόκειται για την μεγαλύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική που έχει βρεθεί στην Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια.
[4] Στο κεφάλαιο 13 υπάρχει και ο περίφημος Ύμνος της Αγάπης.
[5] Ο Απόστολος Παύλος παρέμεινε στην Κόρινθο και δίδαξε για ένα χρόνο και έξι μήνες, χρονικό διάστημα που πουθενά αλλού δεν υπήρξε για τον Παύλο τόσο μακρύ, εκτός από το χρονικό διάστημα της φυλακίσεώς του στη Ρώμη. Εδώ έγραψε στα Ελληνικά και την προς Ρωμαίους Επιστολή.
[6] Οι Επίσκοποι ήταν οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων οι οποίοι έλαβαν την ιεροσύνη από αυτούς και στη συνέχεια χειροτονούσαν άλλους με βάση πάντοτε τις ανάγκες της Εκκλησίας. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε Αποστολική διαδοχή, η οποία δεν ήταν μόνο μια σειρά χειροτονιών αλλά και μια διαδοχή στην αποκαλυπτική αλήθεια. Η έννοια της Αποστολικής διαδοχής συνδέεται άρρηκτα με την αυτονόητη προοπτική της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους στη συνέχεια του αποστολικού έργου, ενώ η χειροτονία υπήρξε ο μόνος τρόπος για την παραχώρηση εξουσιών από τους αποστόλους σε δοκιμασμένους συνεργούς τους για τη διασφάλιση, όχι μόνο της ευρύτερης κατανομής αρμοδιοτήτων εν τόπω, αλλά και της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής εν χρόνω.
[7] Ο σημερινός Επίσκοπος Διονύσιος Α΄ είναι από το έτος 2006 ο 89ος στον αριθμό.
[8] Κονιδάρη, Αι μητροπόλεις, σελ. 102 & Honigmann, Synecdemos, σελίδα 4.
[9] Mansi, τόμος 2, στ. 46, αριθ. 47.
[10] Σημαντική εκκλησιαστική σύνοδος, η οποία είχε τον χαρακτήρα οικουμενικής και συγκλήθηκε το έτος 343 μ.Χ στην πόλη Σαρδική (σημερινή Σόφια) από τους αυτοκράτορες του Δυτικού και του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, Κώνστα Α΄ και Κωνστάντιο αντιστοίχως. Επιχειρήθηκε τότε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους Ορθόδοξους Χριστιανούς και στην αίρεση των Αρειανών, προς τους οποίους ήταν ευμενώς διακείμενος ο Κωνστάντιος. Ωστόσο η σύνοδος αυτή δεν πέτυχε τον στόχο της, καθώς οι Αρειανοί διαφώνησαν με την συμμετοχή Ορθόδοξων επισκόπων, τους οποίους οι ίδιοι είχαν καθαιρέσει (όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μάρκελλος Αγκύρας κ.α.) και αποχώρησαν συγκροτώντας αντισύνοδο στη Φιλιππούπολη. Η σύνοδος της Σαρδικής καταδίκασε τον Αρειανισμό και αποκατέστησε τους καθαιρεμένους ιεράρχες, αποφάσεις τις οποίες καταδίκασε η αντισύνοδος της Φιλιππούπολης. Οι κανόνες τους οποίους ψήφισε χρησιμοποιήθηκαν τους επόμενους αιώνες από τη Δυτική Καθολική Εκκλησία για την εδραίωση του παπικού πρωτείου.
[11] Mansi, τόμος 2, στ. 46, αριθ. 47.
[12] Ο Λέων ο Σοφός υπήρξε υιός του Βυζαντινού αυτοκράτορος Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας.
[13] Ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης γεννήθηκε το έτος 896 μ.Χ και κοιμήθηκε το έτος 953 μ.Χ. Από τον Βίο του πληροφορούμαστε ότι κατά τον Ι΄ αιώνα υπήρχαν στη βόρεια περιοχή της Πελοποννήσου και μεμονωμένοι ασκητές. Ένας από αυτούς ήταν και ο στυλίτης της Ζεμενού όσιος Λουκάς, που διέμεινε στην περιοχή της Ζεμενού για δέκα ολόκληρα χρόνια.
[14] Κωνσταντίνου Σάθα, σχεδίασμα περί Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ (1572 – 1594), εν Αθήναις, 1870, σελ. 181.
[15] Μιχαήλ Σ. Κορδώσης, Συμβολή στην Ιστορία και Τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, σελ. 257.
[16] Ο Τάσος Γριτσόπουλος υποστηρίζει ότι έδρα της επισκοπής ήταν η παλαιά Μονή της Παναγίας του Βράχου.
[17] Φαίνεται πώς στις αρχές της υστεροβυζαντινής εποχής, σε δύσκολες μάλλον στιγμές, οι κάτοικοι αποσύρθηκαν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο όρος Πολύφεγγος, το οποίο με την νέα τότε κώμη του Αγίου Γεωργίου αποτέλεσαν δίδυμο οικισμό κάτω πόλης και φρουρίου, όπως η Κόρινθος με τον Ακροκόρινθο.
[18] Η Ιερά Μονή βρίσκεται κτισμένη στα βράχια της μέσης του όρους Πολυφέγγους και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
[19] Ο Ηγούμενος Δανιήλ Παμπούκης ήταν λόγιος, δραστήριος και φιλόπατρις. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία την 27η Φεβρουαρίου του έτους 1819 από τον αδελφό του Νικηφόρο, και ο ίδιος στη συνέχεια μύησε άλλα πρόσωπα. Στα χρόνια της Εθνικής Επανάστασης του 1821 διατηρούσε στη Μονή νοσοκομείο για τους αγωνιζόμενους στρατιώτες.
[20] Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Β΄, Αγιολογικαί Μελέται και Ασματική Ακολουθία εις τον Άγιον μάρτυρα Λεωνίδην και την Συνοδίαν αυτού, Ναύπλιον, 1980.
[21] Ο Νάρθηκας είναι ο στενόμακρος παραλληλόγραμμος χώρος που μεσολαβεί ανάμεσα στο αίθριο και τον κυρίως ναό της Βασιλικής και καλύπτει όλο το πλάτος της. Στον χώρο αυτό του νάρθηκα μαζεύονταν οι πιστοί ή παρέμεναν οι κατηχούμενοι.
[22] Το Αίθριο είναι ένας ημιυπαίθριος χώρος, που αποτελεί μέσο επικοινωνίας των διαφόρων μερών του κυρίως ναού με τα προσκτίσματά του. Λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής πιστών και προσκυνητών.
[23] Πήρε την ονομασία από τον ομώνυμο σταυροειδή ναό που είναι χτισμένος επί του λόφου και είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
[24] Οι ιερείς κάθονταν σε ειδικές θέσεις. Αυτή που αναλογούσε στον επίσκοπο βρισκόταν τρείς βαθμίδες υψηλότερα σε σχέση με τις θέσεις των πρεσβυτέρων έτσι ώστε να είναι ορατός και να ακούγεται σε όλο τον λαό.
[25] Ο άμβωνας ήταν μονολιθικός ή κτιστός. Ήταν ελεύθερος και έφερε κλίμακα που οδηγούσε στον εξώστη του.
[26] Προς τα δυτικά και πλησίον του Ιερού Ναού Αγίων Τριών Ιεραρχών έχει βρεθεί μεγάλη κτιστή κολυμβήθρα.
[27] Κασκαρέλης, 2010: σελ. 89 – 90 και Κοκκωνάκης, 2010: σελ. 110.
[28] Κασκαρέλης, 2010: σελ. 89 – 90.
Σχόλια
Δεν υπάρχει κανένα σχόλιο ακόμη.